- λέπια
- Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο βασικούς τύπους, στα πλακοειδή και στα ελασματοειδή. Τα πλακοειδή λ. είναι χαρακτηριστικά των χονδριχθύων και διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα είδη λ. γιατί φέρουν οδόντα. Περιλαμβάνουν μια πλάκα σαν βάση, η οποία αποτελείται από οδοντίνη και οστεΐνη, μια ενδιάμεση πολφική κοιλότητα στην οποία καταλήγουν νεύρα και αιμοφόρα αγγεία και μια εξωτερική, ελεύθερη επιφάνεια η οποία προεξέχει σαν δόντι από την επιδερμίδα και καλύπτεται από ένα στρώμα αδαμαντίνης, όπως το σμάλτο των δοντιών των θηλαστικών. Τα πλακοειδή λ. έχουν διάφορα σχήματα τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα για τα διάφορα είδη. Τα μη πλακοειδή λ. είναι χαρακτηριστικά των οστεϊχθύων και δεν έχουν προεξέχοντα οδόντα. Διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: στα γανοειδή, στα ελασματοειδή και στα κοσμοειδή. Τα γανοειδή λ., τυπικά των χονδροστέων και ολοστέων οστεϊχθύων, έχουν σχήμα ρομβοειδές και περιλαμβάνουν ένα κατώτερο στρώμα οστέινης σύστασης και ένα εξωτερικό, με ένα στρώμα αδαμαντίνης ουσίας. Τα ελασματοειδή λ. απαντώνται κυρίως στα τελεόστεα ψάρια, έχουν μια εξωτερική, σκληρή στιβάδα από υαλοδοντίνη και μια εσωτερική από οστεΐνη και διακρίνονται σε κυκλοειδή και κτενοειδή. Τα κυκλοειδή έχουν σχήμα στρογγυλωπών, ελλειπτικών ή και σχεδόν πολυγωνικών ελασμάτων, κεραμιδοειδώς διατεταγμένων. Η αργυρόχρωμη λάμψη των λ. αυτών οφείλεται στους κρυστάλλους γουανίνης που περιέχουν. Τα κτενοειδή λ., με πολυάριθμες οδοντώσεις στα πίσω χείλη, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία και σε μερικά είδη διαφοροποιούνται σε μεγάλες άκανθες. Τα κοσμοειδή λ., εκτός από τις δύο στιβάδες της οδοντίνης και της οστεΐνης, διαθέτουν επίσης δύο στιβάδες εκατέρωθεν αυτών. Τα λ. των ψαριών έχουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διαστάσεων. Από τις φάσεις της ανάπτυξης του ζώου παραμένουν ίχνη των ομόκεντρων ραβδώσεων που έχουν τα λ. στην επιφάνειά τους.
Στις άλλες ομοταξίες των σπονδυλωτών, τα λ. είναι κεράτινης φύσης. Τα λ. των ερπετών, τα οποία ονομάζονται και φολίδες, είναι τριών τύπων: φυματόμορφα, κεραμιδοειδή και ασπιδοειδή. Τα πρώτα είναι χαρακτηριστικά του δέρματος των χαμαιλεόντων. Τα κεραμιδοειδή λ. είναι πεπλατυσμένα και καλύπτουν μερικώς το ένα το άλλο, όπως τα κεραμίδια της στέγης· τυπικά της τάξης των λεπιδωτών, αντικαθίστανται περιοδικά με την ευκαιρία της έκδυσης. Τα ασπιδοειδή λ. είναι κυκλικά ή πολυγωνικά, με χείλη που δεν εναποτίθενται το ένα στο άλλο, όπως για παράδειγμα στο κεφάλι των λεπιδωτών. Στους κροκόδειλους τα λ. αυτά είναι ενισχυμένα από κάτω με οστέινες πλάκες. Αυτό παρατηρείται επίσης και στις χελώνες, στις οποίες τα λ. φτάνουν σε ιδιαίτερα αξιοσημείωτες διαστάσεις. Οι παγκολίνοι φέρουν κεραμιδοειδή λ., που μπορούν κατά ένα μέρος να ανορθωθούν και έχουν κοφτερά άκρα. Στους δασύποδες ή αρμαδίλους τα λ. υποστηρίζονται από οστέινες ασπίδες. Μικρά λ. εμφανίζονται επίσης και στην ουρά μερικών τρωκτικών και μαρσιποφόρων.
(Βοτ.) Στα φυτά, λ. ονομάζονται μικρές φυλλοειδείς λεπίδες, με πολύ περιορισμένη ανάπτυξη, οι οποίες μετέχουν ελάχιστα ή καθόλου στη θρέψη των φυτών και αποτελούν κυρίως προστατευτικά όργανα. Παρουσιάζονται στους εναέριους βλαστούς, σαν λεπιδοειδή καλύμματα των οφθαλμών, καθώς επίσης και σε υπόγεια ριζώματα. Λ. ή καρπικά λ. είναι ακόμα τα μικρά βάκτρια των θηλέων στροβίλων των κωνοφόρων, τα οποία φέρουν στη ράχη τους δύο σπερματικές βλάστες και τα οποία, ενωμένα με τα καλυπτήρια λ., έχουν προστατευτικό ρόλο.
Κεραμιδοειδή λέπια πύθωνα των βράχων.
Λέπια άγνωστου ψαριού της αβύσσου.
Λέπια κροκόδειλου του Νείλου.
Ασπιδοειδή λέπια νεροφίδας.
Λέπια στρόβιλου πεύκου, τα οποία έχουν προορισμό να προστατεύουν τις σπερμοβλάστες.
Στα φυτά τα λέπια είναι όργανα προστασίας και προέρχονται από τη μεταμόρφωση των ελασμάτων των φύλλων. Στη φωτογραφία, μπουμπούκι αγριοκαστανιάς, προστατευμένο από λέπια.
Dictionary of Greek. 2013.